- εἰσαγομένη
- εἰσάγωlead inpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἰσαγομένῃ — εἰσάγω lead in pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγομένηι — εἰσαγομένῃ , εἰσάγω lead in pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίτρωση — θεμελιώδης εργασία στην οργανική χημική βιομηχανία, η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας νιτρομάδας ( NOj) σε αντικατάσταση ενός ατόμου οργανικού υδρογόνου. Η δραστικότητα κατά τη ν. ποικίλλει ανάλογα με τη φύση των ενώσεων· μερικές ουσίες, όπως … Dictionary of Greek